- στηθοκατάρρους
- ο, Νιατρ. κατάρρους τού στήθους, παλαιός όρος για την τραχειίτιδα και τη βρογχίτιδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + κατάρρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1850 στον Ι. Σκυλίσση].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… … Dictionary of Greek